- Ἰσεῖα
- Ἰσεῖα, τά, and [full] Ἰσεῖον, τό,A v. Ἰσιεῖα, Ἰσιεῖον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ισεία — Ἰσεῑα και Ἰσιεῑα, τὰ (Α) εορτή τής αιγυπτιακής θεάς Ίσιδος … Dictionary of Greek
Ἰσείοις — Ἰσεῖα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσείων — Ἰσεῖα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισιείον — Ἰσιεῑον και Ἰσεῑον και Ἰσιδεῑον, το (Α) [Ίσις] 1. ναός τής αιγυπτιακής θεάς Ίσιδος 2. στον πληθ. τὰ Ἰσιεῑα και Ἰσεῑα και Εἰσιεῑα εορτή προς τιμήν τής Ίσιδος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek